- συλλυπητήριος
- -α, -ο, Ν1. αυτός που χρησιμοποιείται για να εκφράσει κανείς τη λύπη του μαζί με άλλους για ένα δυσάρεστο γεγονός, ιδίως τη συμμετοχή του σε πένθος («συλλυπητήριο τηλεγράφημα»)2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συλλυπητήριαλόγια, παρηγορητικές φράσεις, με τα οποία εκφράζει κανείς τη λύπη του σε κάποιον που πενθεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < συλλυποῦμαι + επίθημα τήριος (πρβλ. συλληπ-τήριος). Η λ. συλλυπητήρια μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.